φαγώσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον φάει, που επιτρέπεται να φαγωθεί: Το κρέας της καμήλας είναι φαγώσιμο. 2. μτφ., υποφερτός, νόστιμος, που τρώγεται, που πάει κι έρχεται. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φαγώσιμα τρόφιμα, τροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς … Dictionary of Greek
αμυγδαλόψιχα — και μυγδαλόψιχα, η η ψίχα, ο φαγώσιμος καρπός τού αμύγδαλου που βρίσκεται μέσα στο κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + ψίχα] … Dictionary of Greek
ανέδεστος — ἀνέδεστος, ον [έδομαι] ο μη φαγώσιμος … Dictionary of Greek
βρωτός — βρωτός, ή, όν (Α) 1. φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω*, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά «καταβροχθισμένος»] … Dictionary of Greek
βρώσιμος — η, ο (AM βρώσιμος, ον) [βρώσις] ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος … Dictionary of Greek
εβέλομα — το φαγώσιμος βασιδιομύκητας με σπόρια στο χρώμα τής σκουριάς και υπόξανθα ελάσματα … Dictionary of Greek
εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] … Dictionary of Greek
εδεστός — ἐδεστός, ή, όν (Α) [έδω] 1. φαγώσιμος, εδώδιμος 2. καταφαγωμένος, καταναλωμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδεστόν φαγητό, φαγώσιμο, έδεσμα … Dictionary of Greek
εδώδιμος — η, ο (AM ἐδώδιμος, η, ον και ος, ον) [εδωδή] φαγώσιμος («εδώδιμος καρπός») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα τα τρόφιμα αρχ. μαγειρεμένος … Dictionary of Greek