φαγώσιμος

φαγώσιμος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί να φαγωθεί, βρώσιμος, εδώδιμος
2. μτφ. (για πρόσ.) υποφερτός
3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα φαγώσιμα
τα τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού αορ. τού τρώγω (πρβλ. να φάγω, βλ. και λ. φαγεῖν) με την κατάλ. -σιμος, αναλογικά προς το πόσιμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαγώσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον φάει, που επιτρέπεται να φαγωθεί: Το κρέας της καμήλας είναι φαγώσιμο. 2. μτφ., υποφερτός, νόστιμος, που τρώγεται, που πάει κι έρχεται. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φαγώσιμα τρόφιμα, τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλόψιχα — και μυγδαλόψιχα, η η ψίχα, ο φαγώσιμος καρπός τού αμύγδαλου που βρίσκεται μέσα στο κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + ψίχα] …   Dictionary of Greek

  • ανέδεστος — ἀνέδεστος, ον [έδομαι] ο μη φαγώσιμος …   Dictionary of Greek

  • βρωτός — βρωτός, ή, όν (Α) 1. φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω*, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά «καταβροχθισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • βρώσιμος — η, ο (AM βρώσιμος, ον) [βρώσις] ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος …   Dictionary of Greek

  • εβέλομα — το φαγώσιμος βασιδιομύκητας με σπόρια στο χρώμα τής σκουριάς και υπόξανθα ελάσματα …   Dictionary of Greek

  • εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] …   Dictionary of Greek

  • εδεστός — ἐδεστός, ή, όν (Α) [έδω] 1. φαγώσιμος, εδώδιμος 2. καταφαγωμένος, καταναλωμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδεστόν φαγητό, φαγώσιμο, έδεσμα …   Dictionary of Greek

  • εδώδιμος — η, ο (AM ἐδώδιμος, η, ον και ος, ον) [εδωδή] φαγώσιμος («εδώδιμος καρπός») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα τα τρόφιμα αρχ. μαγειρεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”